ολοφλόγιστος

ολοφλόγιστος
-η, -ο
ο πολύ φλογισμένος, ο γεμάτος φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + φλογίζω. Η λ., στο θηλ. ολοφλόγιστη, μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολόφλογος — ὁλόφλογος, ον (Μ) γεμάτος φλόγες, ολοφλόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πολύ φλογος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”